Κι αν είναι γυναίκα, ε, τότε πια μου ΄ρχονται, μα το Θεό τα κλάματα. Με πειράζεις κάθε τόσο η αφεντιά σου πως αγαπώ τις γυναίκες. Πώς, μωρέ, να μην τις αγαπώ; Που ΄ναι αδύναμα πλάσματα, που δεν ξέρουν τί τους γίνεται, που΄αν της πιάσεις από το βυζί μεμιάς ανοίγουν όλα τα πορτέλα και παραδίδονται;
Εγώ μια φορά μπήκα πάλι σ΄ένα βουλγάρικο χωριό. Ένας άτιμος Ρωμιός δημογέροντας με πρόδωκε, και με μπλόκαραν στο σπίτι που ΄χα κονέψει. Πετιούμαι στο δώμα, σουρνομαι από στέγη σε στέγη, ήταν νύχτα με φεγγάρι, πηδώ από ταράτσα σε ταράτσα, σα γάτος, να ξεφύγω. Μα μπάνισαν τον ίσκιο μου, ανέβηκαν στις στέγες, μ΄έστρωσαν στο ντουφεκίδι. Όπου τί να κάμω; γκρεμίζουμαι σε μιαν αυλή. Μια Βουλγάρα πετιέται από την αυλή όπου κοιμόταν με την πουκαμίσα της, με βλέπει, κάνει ν΄ανοίξει το στόμα της να φωνάξει, μα απλώνω το χέρι, της κάνω "Αμάν! Αμάν! Σώπα!" και την πιάνω στο στήθος. Χλώμιασε η γυνάικα έγειρε. "Έμπα μέσα, μου κάνει σιγά, έμπα μη μας δούνε..." Μπήκα μέσα, μου ,σφιξε το χέρι:"Είσαι Ρωμιός;" μου λέει. "Ναι, Ρωμιός . Μη με προδώσεις." Την πήρα από τη μέση, δε μίλησε. Κοιμήθηκα μαζί της, κι η καρδιά μου έτρεμε από τη γλύκα. Να, έλεγα, ρε Ζορμπά, αυτό θα πει γυναίκα, αυτό θα πει άνθρωπος! Βουλγάρα είναι ετούτη; Ρωμιά; αλαμπουρνέζα; Το ίδιο κάνει μπρε. ΄Ανθρωπος είναι, άνθρωπος!Δεν ντρέπεσαι να σκοτώνεις; Φτου σου!
Αυτά έλεγα όσο είμουνα μαζί της, στη ζεστασιά της. Μα που να με αφήσει η πατρίδα, η σκύλα η λυσσασμένη! Έφυγα το πρωί ντυμένος βουλγάρικα, που μου τα ΄χε δώσει η Βουλγάρα, η χήρα. Έβγαλε από το σεντούκι και μου ΄δωκε τα ρούχα του μακαρίτη του αντρός της και μου φιλούσε τα γόνατα και με παρακαλούσε να ξαναγυρίσω.
Ναι,ναι την άλλη μέρα ξαναγύρισα, πατριώτης βλέπεις, θεριό ανήμερο ξαναγύρισα μ΄ έναν τενεκέ πετρέλαιο κι έκαψα το χωριό. Θα κάηκε κι αυτή η κακομοίρα. Την έλεγαν Λουντμίλα...
Στείλτε τα σχόλιά σας για κάποια καταχώριση ή το δικό σας κείμενο.