Απόσπασμα από το "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά"

Νίκου Καζαντζάκη - 1946.

Μια φορά έλεγα: Ετούτος είναι Τούρκος και Βούλγαρος, ετούτος είναι Έλληνας. Έχω καμει και πράματα για την πατρίδα αφεντικό, που να σηκώνεται η τρίχα σου. Έσφαξα,έκλεψα, έκαψα χωριά, ατίμασα γυναίκες, ξεκλήρησα σπίτια...Γιατί; Γιατί, λέει, ήταν Βούλγαροι, Τούρκοι. Ού να χαθείς, παλιάνθρωπε, λέω συχνάστον εαυτό μου και τον μουτζώνω. Ού να χαθείς, κουτεντέ! Έβαλα μαθές γνώση, κοιτάζω τώρα τους ανθρώπους και λέω: Ετούτος είναι καλός άνθρωπος, εκείνος κακός. Δεν πάει να είναι Βούλγαρος ή Ρωμιός; Το ίδιο μου κάνει. είναι καλός, είναι κακός, αυτό μονάχα τώρα ρωτώ. Κι όσο γερνώ, ναι, ματο ψωμί που τρώγω, μου φαίνεται πως θ΄αρχίσω κι αυτό να μην το ρωτώ. Μωρέ, δεν πάει να είναι καλός ή κακός! Όλους τους λυπούμαι, το σπλάχνο μου σκίζεται όταν δω έναν άνθρωπο, κι ας καμώνουμαι πως δε μου καίγεται καρφί. Να, λέω, κι ο φουκαράς ετούτος τρώει, πίνει, αγαπάει, φοβάται, έχει κι αυτός το Θεό του και τον αντίθεό του, θα τα κακαρώσει κι αυτός και θα ξαπλωθεί τέζα στο χώμα, θα τον φάνε τα σκουλίκια...Έ τον κακομοίρη! αδέρφια είμαστε όλοι...Κρέας για τα σκουλίκια!

Κι αν είναι γυναίκα, ε, τότε πια μου ΄ρχονται, μα το Θεό τα κλάματα. Με πειράζεις κάθε τόσο η αφεντιά σου πως αγαπώ τις γυναίκες. Πώς, μωρέ, να μην τις αγαπώ; Που ΄ναι αδύναμα πλάσματα, που δεν ξέρουν τί τους γίνεται, που΄αν της πιάσεις από το βυζί μεμιάς ανοίγουν όλα τα πορτέλα και παραδίδονται;

Εγώ μια φορά μπήκα πάλι σ΄ένα βουλγάρικο χωριό. Ένας άτιμος Ρωμιός δημογέροντας με πρόδωκε, και με μπλόκαραν στο σπίτι που ΄χα κονέψει. Πετιούμαι στο δώμα, σουρνομαι από στέγη σε στέγη, ήταν νύχτα με φεγγάρι, πηδώ από ταράτσα σε ταράτσα, σα γάτος, να ξεφύγω. Μα μπάνισαν τον ίσκιο μου, ανέβηκαν στις στέγες, μ΄έστρωσαν στο ντουφεκίδι. Όπου τί να κάμω; γκρεμίζουμαι σε μιαν αυλή. Μια Βουλγάρα πετιέται από την αυλή όπου κοιμόταν με την πουκαμίσα της, με βλέπει, κάνει ν΄ανοίξει το στόμα της να φωνάξει, μα απλώνω το χέρι, της κάνω "Αμάν! Αμάν! Σώπα!" και την πιάνω στο στήθος. Χλώμιασε η γυνάικα έγειρε. "Έμπα μέσα, μου κάνει σιγά, έμπα μη μας δούνε..." Μπήκα μέσα, μου ,σφιξε το χέρι:"Είσαι Ρωμιός;" μου λέει. "Ναι, Ρωμιός . Μη με προδώσεις." Την πήρα από τη μέση, δε μίλησε. Κοιμήθηκα μαζί της, κι η καρδιά μου έτρεμε από τη γλύκα. Να, έλεγα, ρε Ζορμπά, αυτό θα πει γυναίκα, αυτό θα πει άνθρωπος! Βουλγάρα είναι ετούτη; Ρωμιά; αλαμπουρνέζα; Το ίδιο κάνει μπρε. ΄Ανθρωπος είναι, άνθρωπος!Δεν ντρέπεσαι να σκοτώνεις; Φτου σου!

Αυτά έλεγα όσο είμουνα μαζί της, στη ζεστασιά της. Μα που να με αφήσει η πατρίδα, η σκύλα η λυσσασμένη! Έφυγα το πρωί ντυμένος βουλγάρικα, που μου τα ΄χε δώσει η Βουλγάρα, η χήρα. Έβγαλε από το σεντούκι και μου ΄δωκε τα ρούχα του μακαρίτη του αντρός της και μου φιλούσε τα γόνατα και με παρακαλούσε να ξαναγυρίσω.

Ναι,ναι την άλλη μέρα ξαναγύρισα, πατριώτης βλέπεις, θεριό ανήμερο ξαναγύρισα μ΄ έναν τενεκέ πετρέλαιο κι έκαψα το χωριό. Θα κάηκε κι αυτή η κακομοίρα. Την έλεγαν Λουντμίλα...



Στείλτε τα σχόλιά σας για κάποια καταχώριση ή το δικό σας κείμενο.

Αντίφαση / Κεντρική Σελίδα